- πολυ-τάρακτος
πολυ-τάρακτος, sehr beunruhigt, πολυτάρακτον βοῶν Ach. Tat. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τάρακτος, sehr beunruhigt, πολυτάρακτον βοῶν Ach. Tat. 1, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτάρακτος — ον, Α 1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τάρακτος (<… … Dictionary of Greek