- πολυ-τάλαντος
πολυ-τάλαντος, viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισϑός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίϑος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τάλαντος, viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισϑός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίϑος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυψοτάλαντος — κρυψοτάλαντος, ον (Α) αυτός που κρύβει, που δεν εκδηλώνει το ταλέντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψο (βλ. κρυπτ[ο] ) + τάλαντος (< τάλαντον), πρβλ. α τάλαντος, πολυ τάλαντος] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… … Dictionary of Greek