πολυ-τάραχος

πολυ-τάραχος

πολυ-τάραχος, viel Lärm oder Unruhe verursachend, unruhig, bei Schol. Nic. Erkl. von πολύστροβος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτάραχος — η, ο / φιλοτάραχος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι ταραχές νεοελλ. αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυ τάραχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”