πολυ-τλήμων

πολυ-τλήμων

πολυ-τλήμων, ὁ, ἡ, viel erduldend u. aushaltend, standhaft, oder viel wagend, kühn; ϑυμός, Il. 7, 152; vom Odysseus, Od. 18, 319; βροτοί, Ar. Pax 236.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυτλήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) α) αυτός που υπομένει πολλά βάσανα β) (κατ επέκτ.) ο καρτερικός 2. (για τους θνητούς) αυτός που υφίσταται πολλά δεινά, βάσανα, ο δυστυχής («ἰὼ βροτοί... πολυτλήμονες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • παντλήμων — και, δωρ. τ., παντλάμων, ον, (Α) πολύ δυστυχισμένος, δυστυχέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τλήμων «δυστυχισμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”