- πλουτο-δοτήρ
πλουτο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Apollo, Hymn. (IX, 525, 17).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Apollo, Hymn. (IX, 525, 17).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολβοδοτήρ — ὀλβοδοτήρ, ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α) αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο δοτήρ] … Dictionary of Greek
ξυνοδοτήρ — ξυνοδοτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δοτήρ, πλουτο δοτήρ] … Dictionary of Greek