- πολυ-τεχνής
πολυ-τεχνής, ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τεχνής, ές, künstlich gearbeitet, Orph. Arg. 583.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ιστορίας Πηλίου — Το Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείου του Πηλίου στεγάζεται στο πέτρινο τριώροφο αρχοντικό της οικογένειας Τοπάλη, στη Μακρινίτσα, που χτίστηκε το 1844 και χαρακτηρίστηκε το 1985 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Πρόκειται … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε … Dictionary of Greek
ευτεχνής — εὐτεχνής, ές (ΑΜ) 1. εύτεχνος*, κατασκευασμένος ωραία, με τέχνη 2. επιδέξιος, επιτήδειος 3. αυτός που έχει σχεδιαστεί καλά. επίρρ... εὐτεχνῶς (ΑΜ) επιδέξια με επιτηδειότητα, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνης (< τέχνη), πρβλ. κακο τεχνής,… … Dictionary of Greek
κακοτεχνής — ές (Α κακοτεχνής, ές) κακότεχνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ τεχνής] … Dictionary of Greek
ομοτέχνης — ὁμοτέχνης, ου, ὁ (Μ) ομότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. πολυ τέχνης] … Dictionary of Greek
παντεχνής — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. Τα κυριότερα μέλη της ήταν τα εξής: 1. Θεόδωρος. Νομοφύλακας του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, φρόντιζε και για την τροφοδοσία και το προσωπικό των ανακτόρων. 2. Ιωάννης. Μέγας σκευοφύλακας της Εκκλησίας. 3.… … Dictionary of Greek
παντοτεχνής — ές, Α χρήσιμος για όλες τις τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ τεχνής] … Dictionary of Greek
πολυτέχνης — ὁ, Α αυτός που γνωρίζει πολλές τέχνες, ο ασκημένος σε πολλές τέχνες, πολυτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο τέχνης. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
πολυτεχνής — ές, Α κατασκευασμένος με πολλή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τεχνής (< τέχνη), πρβλ. α τεχνής. Η οξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek