- πολυ-τεχνία
πολυ-τεχνία, ἡ, Menge von Künsten, Erfahrenheit in vielen Künsten, neben πολυμαϑία, Plat. Alc. II, 147 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τεχνία, ἡ, Menge von Künsten, Erfahrenheit in vielen Künsten, neben πολυμαϑία, Plat. Alc. II, 147 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek