- πλουτισμός
πλουτισμός, ὁ, Bereicherung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτισμός, ὁ, Bereicherung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτισμός — enriching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτισμός — ο, Ν Μ [πλουτίζω] 1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα 2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα») 3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός» (νομ.) επαύξηση… … Dictionary of Greek
πλουτισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλουτίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικαιολόγητος πλουτισμός — (Νομ.).Όρος του αστικού δικαίου, που περιγράφεται και οροθετείται με το άρθρο 904 του Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι: όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η… … Dictionary of Greek
πλουτισμοῖς — πλουτισμός enriching masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτισμοῦ — πλουτισμός enriching masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτισμόν — πλουτισμός enriching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
αδικομάζωμα — το [αδικομαζώνω] πλούτη που αποκτήθηκαν με αδικίες και παρανομίες, παράνομος πλουτισμός … Dictionary of Greek
θησαύριση — η (Μ θησαύρισις) [θησαυρίζω] 1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός 2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή («θησαύριση λέξεων») μσν. μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.) … Dictionary of Greek
πλούτισμα — το, Ν [πλουτίζω] πλουτισμός … Dictionary of Greek