- πολυ-τειρής
πολυ-τειρής, ές, sehr ermüdend, Qu. Sm. 4, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τειρής, ές, sehr ermüdend, Qu. Sm. 4, 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυτειρής — (I) ές, Α 1. αυτός που απαιτεί ή προξενεί πολύ κόπο, κοπιαστικός, κοπιώδης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που υφίσταται πολλά βάσανα, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τειρής (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ»)]. (II) ές, Α αυτός που… … Dictionary of Greek
ποικιλοτειρής — ές, Α (για τον ουράνιο θόλο) ο στολισμένος με αστέρια («πόλον ποικιλοτειρῆ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τειρής (< τείρεα, πληθ. τού τέρας), πρβλ. πολυ τειρής (II)] … Dictionary of Greek