- πολυ-στροφάς
πολυ-στροφάς, ἡ, bes. poet. fem. zu πολύστροφος, Nonn. D. 6, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-στροφάς, ἡ, bes. poet. fem. zu πολύστροφος, Nonn. D. 6, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυστροφάς — άδος, ἡ, ΜΑ πολυστρόφαλιγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάς, άδος (< στρέφω)] … Dictionary of Greek