- πολυ-στρεφής
πολυ-στρεφής, ές, = πολύστροφος, Opp. Hal. 5, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-στρεφής, ές, = πολύστροφος, Opp. Hal. 5, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυστρεφής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές στροφές, πολλές καμπές («πολυστρεφής ποταμός», επιγρ.) 2. πολύ συνεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής] … Dictionary of Greek