πολυ-στροφάλιγξ

πολυ-στροφάλιγξ

πολυ-στροφάλιγξ, ιγγος, viel im Wirbel oder im Kreise drehend, ἄελλαι, Mus. 294.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυστροφάλιγξ — άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»] …   Dictionary of Greek

  • στροφαλίζω — Α [στροφάλιγξ] 1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, τό στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα 2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”