- πολυ-σπαθής
πολυ-σπαθής, ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σπαθής, ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσπαθής — ές, Α ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο») … Dictionary of Greek
άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek