- πολυ-σπούδαστος
πολυ-σπούδαστος, sehr eilig, Sp., bes. Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σπούδαστος, sehr eilig, Sp., bes. Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσπούδαστος — ον, ΜΑ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος, πολυσπερχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπουδάζω (πρβλ. περι σπούδαστος)] … Dictionary of Greek