- πολυ-σπιλάς
πολυ-σπιλάς, άδος, ἡ, mit vielen Felsenspitzen, bei St. B. v. Ἡραία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σπιλάς, άδος, ἡ, mit vielen Felsenspitzen, bei St. B. v. Ἡραία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσπιλάς — άδος, ἡ, Α (για πόλη) αυτή που έχει πολλές βραχώδεις κορυφές («Ἡραία τραχεῖα πολυσπιλάς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπιλάς, άδος (< σπίλος«απότομος βράχος, σκόπελος»)] … Dictionary of Greek