- πολυ-πέλαστος
πολυ-πέλαστος, dem man sich sehr nähert, Schol. Theocr. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πέλαστος, dem man sich sehr nähert, Schol. Theocr. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπέλαστος — ον, Α αυτός που τόν πλησιάζουν πολλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πέλαστος (< πελάζω), πρβλ. δυσ πέλαστος] … Dictionary of Greek