- πολυ-πέλεθρος
πολυ-πέλεθρος, = πολύπλεϑρος, Qu. Sm. 3, 396.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πέλεθρος, = πολύπλεϑρος, Qu. Sm. 3, 396.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek