πολυ-πένθιμος

πολυ-πένθιμος

πολυ-πένθιμος, = πολυπενϑής, sehr betrauert, Diotim. 7 (VII, 475).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενθαλέος — α, ον, Α 1. ο πολύ πένθιμος ή ο πολύ λυπημένος 2. αυτός που προξενεί πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπένθιμος — ον, Α πολυπενθής, πολύπαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πένθιμος (< πένθος)] …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”