πολυ-πάμων

πολυ-πάμων

πολυ-πάμων, ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; λαός, Orph. Arg. 1061.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εστιοπάμων — ἑστιοπάμων, ὁ (Α) (στους Δωριείς και στους Αιολείς) ο δεσπότης τής οικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + πάμων (< πάμα «περιουσία») πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • παμπάμων — παμπάμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυ πάμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπάμων — ον, Α πολυκτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμ πάμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”