- πολυ-πάμ-φαος
πολυ-πάμ-φαος, sehr hell leuchtend, Phaethon, Ep. ad. 244 (IX, 591).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-πάμ-φαος, sehr hell leuchtend, Phaethon, Ep. ad. 244 (IX, 591).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανεμφαής — ές, Α αυτός που όλα τα φωτίζει, πολύ φωτεινός, λαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐν + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. παμ φαής] … Dictionary of Greek