πλαίσιον — oblong case neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαισίοις — πλαίσιον oblong case neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαισίου — πλαίσιον oblong case neut gen sg πλαισιόω enclose in aframe pres imperat act 2nd sg πλαισιόω enclose in aframe imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαισίων — πλαίσιον oblong case neut gen pl πλαισιόω enclose in aframe imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πλαισιόω enclose in aframe imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαισίῳ — πλαίσιον oblong case neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαίσια — πλαίσιον oblong case neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek
πλαισιώνω — πλαισιῶ, όω, ΝΑ [πλαίσιον] περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο νεοελλ. μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη») β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την … Dictionary of Greek
πλαισίωι — πλαισίῳ , πλαίσιον oblong case neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
plǝi-, plǝu- — plǝi , plǝu English meaning: to expand; to boast Deutsche Übersetzung: “breit schlagen, breit machen” Material: 1. plǝi t (compare pleik under 1. plük “breit”) in Gk. πλαισίον n. “längliches Viereck”, Lith. plaitūtis ‘sich breit … Proto-Indo-European etymological dictionary