πηνέλοψ

πηνέλοψ

πηνέλοψ, οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηνέλοψ — duck masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνέλοψ — και δωρ. τ. πανέλοψ, οπος, ὁ, Α είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ οψ, δρύ οψ, μέρ… …   Dictionary of Greek

  • πηνελόπων — πηνέλοψ duck masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνέλοπα — πηνέλοψ duck masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Penelope — In Homer s Odyssey , Penelópē ( Πηνελόπεια/Πηνελόπη ) is the faithful wife of Odysseus, who keeps her suitors at bay in his long absence and so is eventually rejoined with him. Prior to recent readings, her name had been associated with… …   Wikipedia

  • Pénélope — Pour les articles homonymes, voir Pénélope (homonymie). Ulysse déguisé en mendiant cherche à se faire reconnaître de Pénélope, relief en terre cuite de Milo, v.  …   Wikipédia en Français

  • Греческие имена — Ниже приводится список имён греческого происхождения. Многие греческие имена входят в другие языки, но они более популярны среди самих греков. Содержание 1 А 2 В 3 Г 4 Д …   Википедия

  • Список имён греческого происхождения — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей …   Википедия

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • αέροψ — ἀέροψ ( οπος), ο (Α) το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”