πηνίζω

πηνίζω

πηνίζω u. πηνίζομαι, das Garn zum Einschlage abhaspeln und aufwickeln, dah. weben, haspeln, spulen, πᾱνίσδεται Theocr. 18, 32, Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι …   Dictionary of Greek

  • μασουρίζω — και μασουριάζω [μασούρι] 1. τυλίγω νήμα σε μασούρι, πηνίζω, καρουλιάζω 2. αποταμιεύω χρήματα …   Dictionary of Greek

  • πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”