- ποδά-νιπτρον
ποδά-νιπτρον, τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδά-νιπτρον, τό, Wasser, die Füße damit zu waschen, Fußwasser; im plur. Od. 19, 504; auch ποδάνιπτρα ποδῶν, 19, 343; später auch ποδόνιπτρον, vgl. Lob. Phryn. 689.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρόνιπτρον — και χερόνιπτρον, τὸ, Α 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών 2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο τών χεριών 3. το πλύσιμο τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + νίπτρον (< νίπτω), πρβλ. ποδά νιπτρον] … Dictionary of Greek