- ποδ-άγρα
ποδ-άγρα, ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδ-άγρα, ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… … Dictionary of Greek
κρεάγρα — η (Α κρεάγρα) περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο τού κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.) αρχ. άγκιστρο, αρπάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ άγρα,… … Dictionary of Greek
λιθάγρα — η σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανύψωση ογκωδών λίθων στα λατομεία ή κατά την εκτέλεση λιμενικών έργων, αλλ. λιθαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. κρε άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
λωλάγρα — (Μ λωλάγρα, η) 1. ανοησία, βλακεία 2. τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek
σιαγονάγρα — η, Ν ιατρ. παλαιός όρος για τον ρευματισμό τής άρθρωσης τής κάτω σιαγόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, όνος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα, χειρ άγρα)] … Dictionary of Greek
τραχηλάγρα — η, Ν ιατρ. είδος λαβίδας με την οποία συλλαμβάνεται και έλκεται ο τράχηλος τής μήτρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικών επεμβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + αγρα* (< ἄγρα «κυνήγι, επιδίωξη»), πρβλ. ποδ άγρα] … Dictionary of Greek
οινάγρα — οἰνάγρα, ἡ (Α) είδος βοτάνου, ο οινοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
ριζάγρα — η / ῥιζάγρα, ΝΑ οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
σταφυλάγρα — η, ΝΑ χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
σφαιράγρα — η, Ν (λόγιος τ.) χειρουργική λαβίδα για την αφαίρεση σφηνωμένης σφαίρας σε τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + άγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικοντών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek