- ποδ-άνεμος
ποδ-άνεμος, dor. statt ποδήνεμος, w. m. s. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδ-άνεμος, dor. statt ποδήνεμος, w. m. s. S. auch nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πυρήνεμος — ον, Α αυτός που φυσά τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. ποδ ήνεμος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek