- ποικιλό-βοτρυς
ποικιλό-βοτρυς, bunttraubig, von der sich allmälig färbenden Traube, οἰνάς, Nonn. D. 5, 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-βοτρυς, bunttraubig, von der sich allmälig färbenden Traube, οἰνάς, Nonn. D. 5, 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόβοτρυς — υ, Α αυτός που τού αρέσουν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. ποικιλό βοτρυς)] … Dictionary of Greek