- ποικιλό-μητις
ποικιλό-μητις, = Vorigem, π οικιλομήτιδες ἆται, Soph. frg. 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-μητις, = Vorigem, π οικιλομήτιδες ἆται, Soph. frg. 319.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτόμητις — κλυτόμητις, ι (AM) ξακουστός για τη σοφία του και τη σύνεσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + μητις (< μῆτις «σοφία»), πρβλ. αγκυλό μητις, ποικιλό μητις] … Dictionary of Greek
μεγαλόμητις — μεγαλόμητις, τι (Α) αυτός που έχει μεγάλες και υψηλές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μῆτις «σοφία» (πρβλ. δολιό μητις, ποικιλό μητις)] … Dictionary of Greek
μειλιχόμητις — μειλιχόμητις, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει πράο χαρακτήρα, ήπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῆτις «σκέψη, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις, ποικιλό μητις)] … Dictionary of Greek
πολύμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α (προσωνυμία τού Οδυσσέως και τού Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος (α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ταχύμητις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύβουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό μητις] … Dictionary of Greek