- ποικιλό-μορφος
ποικιλό-μορφος, von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποικιλό-μορφος, von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek
ηλιοακτινόμορφος — ἡλιοακτινόμορφος, ον (AM) αυτός που έχει τη μορφή τών ακτινών τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ακτίς, ίνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
ητόμορφος — ο σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Η. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
καλλίμορφος — η, ο (AM καλλίμορφος, ον) 1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαό μορφος, ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek
σκοτεινόμορφος — ον, ΜΑ σκοτεινός στη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + μορφος (< μορφή), πρβλ. ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek
χρυσόμορφος — ον, ΜΑ (συν. ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει χρυσή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ποικιλό μορφος] … Dictionary of Greek