- ποιωτικός
ποιωτικός, eine Beschaffenheit, Eigenschaft gebend od. habend, Sp., im Ggstz von ἄποιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιωτικός, eine Beschaffenheit, Eigenschaft gebend od. habend, Sp., im Ggstz von ἄποιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιωτικός — ή, όν, Α [ποιωτός] αυτός που έχει ποιότητα … Dictionary of Greek
ποιωτικά — ποιωτικός tending to qualify neut nom/voc/acc pl ποιωτικά̱ , ποιωτικός tending to qualify fem nom/voc/acc dual ποιωτικά̱ , ποιωτικός tending to qualify fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιωτικόν — ποιωτικός tending to qualify masc acc sg ποιωτικός tending to qualify neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιωτικήν — ποιωτικός tending to qualify fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)