πηγός

πηγός

πηγός, fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῠμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηγός — well put together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν …   Dictionary of Greek

  • πηγόν — πηγός well put together masc acc sg πηγός well put together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγοῖο — πηγός well put together masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγοί — πηγός well put together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγοῦ — πηγός well put together masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγούς — πηγός well put together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγός — ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός) (γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῡς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.) νεοελλ. (ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες τής κατασκευής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς… …   Dictionary of Greek

  • σοροπηγός — ὁ, Α κατασκευαστής φερέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”