- πλιχάς
πλιχάς, άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλιχάς, άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλιχάς — και πλιγάς, άδος, ή, Α το μέρος τού σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ /πλιγ τού πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε πλίχ θαι, περιπε πλιγ μένα) + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πλιχάδα — πλιχάς inside of the thighs fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλιχάδες — πλιχάς inside of the thighs fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλιχάδι — πλιχάς inside of the thighs fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλιχάδος — πλιχάς inside of the thighs fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLICHADES — Graecis Πλικάδες, dicitur totum id, quod inter scrotum et collum vesicae patet, quae summa pars est aperturae femorum crurumque. Pollux, τὰ μέν τοι μεταξὺ ποςθήματος καὶ ὀχεοῦ πλιχάδες καλοῦνται, a verbo πλίςςειν, quod est crura aperire ac… … Hofmann J. Lexicon universale
πλίγμα — ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι] 1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα 2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς* 3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα 4. στον πληθ. τὰ… … Dictionary of Greek
πλίχος — ους, τὸ, Α πλιχάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ τού πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε πλίχ θαι) + κατάλ. ουδ. ος] … Dictionary of Greek
(s)pleiĝh- — (s)pleiĝh English meaning: to spread the legs Deutsche Übersetzung: “die Beine spreizen” Material: O.Ind. *plē hatē “goes, bewegt sich”; Gk. πλίσσομαι ‘schreite from”, ἐκπλίσσομαι “klaffe apart (from Wunden)”, πλιχάς f. “die… … Proto-Indo-European etymological dictionary