ποιφύγδην, adv., schnaubend, zischend, Nic. Ther. 371.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποιφύγδην — blowing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύγδην — Α επίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην] … Dictionary of Greek