ποιφύσσω — blow pres subj act 1st sg ποιφύσσω blow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύσσω — Α 1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά 2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και τό κάνω να ανάψει β) εξογκώνω, φουσκώνω γ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ.… … Dictionary of Greek
ποιφύξει — ποιφύσσω blow aor subj act 3rd sg (epic) ποιφύσσω blow fut ind mid 2nd sg ποιφύσσω blow fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύξαι — ποιφύσσω blow aor inf act ποιφύξαῑ , ποιφύσσω blow aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύξεις — ποιφύσσω blow aor subj act 2nd sg (epic) ποιφύσσω blow fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύσσει — ποιφύσσω blow pres ind mp 2nd sg ποιφύσσω blow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύσσοντα — ποιφύσσω blow pres part act neut nom/voc/acc pl ποιφύσσω blow pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφυξεῖς — ποιφύσσω blow fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφυξῶ — ποιφύσσω blow fut ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφυσσούσης — ποιφύσσω blow pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιφύξαντος — ποιφύσσω blow aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)