- πλευρῑτικός
πλευρῑτικός, an Seitenstechen leidend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρῑτικός, an Seitenstechen leidend, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευριτικός — suffering from pleurisy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικός — ή, ό / πλευριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρίτις] 1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα 2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη… … Dictionary of Greek
πλευριτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πλευρίτιδα: Πλευριτικός πυρετός. 2. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα: Αυτός είναι πλευριτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευριτικά — πλευριτικός suffering from pleurisy neut nom/voc/acc pl πλευριτικά̱ , πλευριτικός suffering from pleurisy fem nom/voc/acc dual πλευριτικά̱ , πλευριτικός suffering from pleurisy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικῶν — πλευριτικός suffering from pleurisy fem gen pl πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικόν — πλευριτικός suffering from pleurisy masc acc sg πλευριτικός suffering from pleurisy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικοῖς — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικοῖσι — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικοῖσιν — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικοί — πλευριτικός suffering from pleurisy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευριτικοῦ — πλευριτικός suffering from pleurisy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)