- πλευρῖτις
πλευρῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu πλευρίτης, als subst., sc. νόσος, Seitenstechen, Seitenstiche; Ar. Eccl. 417; Pol. 2, 4, 6 u. bes. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu πλευρίτης, als subst., sc. νόσος, Seitenstechen, Seitenstiche; Ar. Eccl. 417; Pol. 2, 4, 6 u. bes. sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρῖτις — pleurisy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρίτις — ἡ, Α βλ. πλευρίτιδα … Dictionary of Greek
πλευρῖτιν — πλευρῖτις pleurisy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
πλευριτικός — ή, ό / πλευριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρίτις] 1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα 2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη… … Dictionary of Greek
πλευριτίδων — πλευρῑτίδων , πλευρῖτις pleurisy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρίτιδα — πλευρί̱τιδα , πλευρῖτις pleurisy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρίτιδας — πλευρί̱τιδας , πλευρῖτις pleurisy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρίτιδες — πλευρί̱τιδες , πλευρῖτις pleurisy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρίτιδι — πλευρί̱τιδι , πλευρῖτις pleurisy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)