- πλευρίον
πλευρίον, τό, dim. von πλευρά, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρίον, τό, dim. von πλευρά, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρίον — τὸ, Α [πλευρά] πλευρά, κόκαλο της πλευράς, παΐδι … Dictionary of Greek
πλευρία — πλευρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοπλεύριον — κοντοπλεύριον, τὸ (Μ) η κοντή πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πλεύριον (< πλευρά)] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek