πηκτή

πηκτή

πηκτή, , dor. πακτά, s. πηκτός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) πηκτός stuck in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτή — η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α νεοελλ. χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος 2. είδος φαγητού από… …   Dictionary of Greek

  • πηκταῖς — πηκτή fem dat pl πηκτός stuck in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκταί — πηκτή fem nom/voc pl πηκτός stuck in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτῆς — πηκτή fem gen sg (attic epic ionic) πηκτός stuck in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτήν — πηκτή fem acc sg (attic epic ionic) πηκτός stuck in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτῶν — πηκτή fem gen pl πηκτός stuck in fem gen pl πηκτός stuck in masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πακτά — πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πᾱκτά , πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτά — πηκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual πηκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl πηκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual πηκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nan-e-Barbari — Ein mit Hummus und Lammfleisch belegtes Pitabrot. Pita (gr. πίτα < ital. pitta < lat. picta < gr. πηκτή pēktē „geronnen“ (fem.)[1]) in der Türkei Pide, im Iran Nān e Barbarī, ist ein von Griechenland bis zum N …   Deutsch Wikipedia

  • PACTILIS Corona — apud Plin. l. 21. c. 3. Summa auctoritas pactili coronae; Graece πηκτὴ, quod e floribus artificiose mixtis compacta esset: eadem cum plectili, nexili, seu tortili, quas voces vide. Ita Paschalius in Coronarum libris, Farnabio nexilis seu… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”