πηκτίς

πηκτίς

πηκτίς, (eigent. adj. fem. zu πηκτός, verdickt, geronnen, gefroren), ein altes, bes. den Lydern eignes, harfenähnliches Tonwerkzeug mit 20 Saiten, auch μάγαδις genannt; Her. 1, 17; Plat. Rep. III, 399 c; Ath. XIV, 635 e, Soph. fr. 227. 361 citirt; im plur., Ar. Thesm. 1217; κατὰ πηκτίδων ἀϑύρειν, Anacr. 41, 10. Nach Ath. a. a. O. hatte schon Terpander bei lydischen Gastmählern sie gehört u. Sappho zuerst unter den Griechen davon Anwendung gemacht. Unter ausländischen Instrumenten zählt sie auf Aristoxen. bei Ath. IV, 182 f, der auch an der ersteren Stelle bemerkt, daß sie ohne Plektrum mit den Fingern gespielt wurde. – Es bedeutet auch eine aus mehreren Röhren zusammengesetzte Flöte, σῦριγξ, Agath. 45 (Plan. 244). – Nach den VLL. auch ein Messer, und das Lab, welches die Milch gerinnen macht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηκτίς — stringed instrument fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίς — ίδος, ή, και δωρ. τ. πακτίς και αιολ. τ. πᾱκτις, ιδος, ΜΑ 1. λυδικής προέλευσης μουσικό όργανο με είκοσι χορδές, που έμοιαζε με άρπα 2. λύρα 3. ποιμενικός αυλός με πολλά ενωμένα καλάμια 4. κλουβί ή δίχτυ για να πιάνουν και να κρατούν μέσα πουλιά… …   Dictionary of Greek

  • πηκτίδα — πηκτίς stringed instrument fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδας — πηκτίς stringed instrument fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδες — πηκτίς stringed instrument fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδι — πηκτίς stringed instrument fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδος — πηκτίς stringed instrument fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδων — πηκτίς stringed instrument fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίσιν — πηκτίς stringed instrument fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πακτίδ' — πᾱκτίδα , πηκτίς stringed instrument fem acc sg (doric aeolic) πᾱκτίδι , πηκτίς stringed instrument fem dat sg (doric aeolic) πᾱκτίδε , πηκτίς stringed instrument fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτίδ' — πηκτίδα , πηκτίς stringed instrument fem acc sg πηκτίδι , πηκτίς stringed instrument fem dat sg πηκτίδε , πηκτίς stringed instrument fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”