- πηκτικός
πηκτικός, zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηκτικός, zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηκτικός — freezing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… … Dictionary of Greek
πηκτικόν — πηκτικός freezing masc acc sg πηκτικός freezing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτική — πηκτικός freezing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτικήν — πηκτικός freezing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηκτικώτερος — πηκτικός freezing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pectin — (from Greek πηκτικός pektikos , congealed, curdled [ [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3D%2382916 Pektikos, Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek English Lexicon , at Perseus] ] ), a white … Wikipedia
πηκτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πηκτικού, η ικανότητα ενός παράγοντα να πήζει κάτι ή να προκαλεί πήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
πηκτολυτικός — ή, ό, Ν φρ. «πηκτολυτικό ένζυμο» βιοκαταλύτης που δρα στις πηκτικές ουσίες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία χυμών και ποτών, είτε για την αύξηση τής απόδοσης εκχύλισης είτε για τη μείωση τού ιξώδους τών χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
προκονβερτίνη — η, Ν (βιοχ.) ο πηκτικός παράγοντας τού πλάσματος τού αίματος, ο οποίος είναι αναγκαίος για τη μετατροπή τής προθρομβίνης σε θρομβίνη … Dictionary of Greek