πηκτός

πηκτός

πηκτός, 1) aus mehreren Stücken, Theilen zusammengesetzt, zusammengefügt, fest verbunden; ἄροτρον, Il. 10, 353. 13, 703 Od. 13, 32 Hes. O. 435, weil er aus drei verschiedenen Hölzern zusammengesetzt war; vgl. Voß Virg. Georg. I, 169 p. 97; ἕδος, ein aus mehreren Stücken zusammengesetzter Stuhl, H. h. Cer. 196; u. so bes. von Holzarbeiten, κλίμακες, Eur. Phoen. 498; πηκτὰ δωμάτων, Ar. Ach. 455, was der Schol. durch ϑύρας erklärt, wie τὰ πακτὰ τῶν δωμάτων Eur. bei Poll. 10, 27. – Ἡ πηκτή, ein aufgestelltes Netz od. ein Stellbauer zum Vogelfangen, Ar. Av. 528; VLL. – 2) fest geworden, derb, hart, im Ggstz zum Weichen und Flüssigen; γάλα, geronnene Milch, Eur. Cycl. 189; ἡ πηκτή, dor. πακτά, aus geronnener Milch gepreßter Käse, Theocr. 11, 20; ἅλς πηκτός, fest gewordenes Salz, Nic. Al. 518, VLL. – Auch durch Kälte erstarrt, gefroren. – 3) hineingesteckt, darin befestigt, ἐν χϑονὶ πηκτὸν ἔγχος, Soph. Ai. 907. – Hesych. erklärt auch π ηκτά, δάκρυα, παρὰ τὸ πεπηγέναι ὡς ἐκ πηγῆς ῥέοντα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηκτός — stuck in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

  • πηκτόν — πηκτός stuck in masc acc sg πηκτός stuck in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖς — πηκτός stuck in masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῖσι — πηκτός stuck in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτοῦ — πηκτός stuck in masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηκτῷ — πηκτός stuck in masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυσταλλόπηκτος — η, ο (Α κρυσταλλόπηκτος, ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, ῆγος) παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό πηκτος, σακχαρό πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (<… …   Dictionary of Greek

  • νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • σφυρόπηκτος — ον, Μ (για τον θεό) ενιαίος, αχώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πηκτος (< πηκτός < πήγνυμι), πρβλ. δουρί πηκτος] …   Dictionary of Greek

  • πακτά — πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) πᾱκτά , πηκτός stuck in neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱκτά̱ , πηκτός stuck in fem nom/voc sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”