- πλευρόν
πλευρόν, τό, gew. int plur., seltnere, bes. poet. Nebenform von πλευρά, Seite, Rippen, Il. 4, 468, Her. 9, 72; Aesch. frg. 192; Soph. Trach. 833, und im sing., O. C. 1114, vgl. Ai. 861.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρόν, τό, gew. int plur., seltnere, bes. poet. Nebenform von πλευρά, Seite, Rippen, Il. 4, 468, Her. 9, 72; Aesch. frg. 192; Soph. Trach. 833, und im sing., O. C. 1114, vgl. Ai. 861.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευρόν — rib neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρόν — τὸ, ΜΑ βλ. πλευρό … Dictionary of Greek
πλευροῖο — πλευρόν rib neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖς — πλευρόν rib neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖσι — πλευρόν rib neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῖσιν — πλευρόν rib neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευροῦ — πλευρόν rib neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρῷ — πλευρόν rib neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρώ — πλευρόν rib neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρό — το / πλευρόν, ΝΜΑ 1. το πλάγιο μέρος τού ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) 2. η πλευρά, καθένα από τα οστά τού θώρακα 3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας … Dictionary of Greek
ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… … Dictionary of Greek