ποντίλος, ὁ, = ναυτίλος, Arist. H. A. 4, 1, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντίλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντίλος — ὁ, Α είδος πολύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + επίθημα ίλος (πρβλ. ναυτ ίλος)] … Dictionary of Greek