πομφός

πομφός

πομφός, (verwandt mit πέμφιξ, vgl. πομφολύζω), eine Blase, Brandblase, Hippocr., Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πομφός — ο, ΝΑ φλύκταινα ἡ οίδημα τού δέρματος νεοελλ. ιατρ. στοιχειώδης δερματική βλάβη, χαρακτηριστική τής κυδώσεως που έχει χρώμα ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, σχήμα στρογγυλό ή πολυκυκλικό, μέγεθος από κεφαλή καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το δέρμα …   Dictionary of Greek

  • πομφοί — πομφός blister masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφῶν — πομφός blister masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бублик — укр. бублик, болг. бъбна набухаю , бъбънец опухоль , сербохорв. бубу̀љица пузырь, узел , словен. bobljati пускать пузыри (о воде) , чеш. boubel водяной пузырь , польск. bąbel, род. п. bla водяной, воздушный пузырь , в. луж., н. луж. bublin… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Pompholyr, das — Das Pomphōlyr, des es, plur. inus. in der Chymie, ein Nahme des grauen Nichtes, S. 1 Nicht, welcher aus dem Griech. πομφος, Schaum, gebildet ist …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • Pomphosen, die — Die Pomphosen, sing. inus. oder wie in einigen Gegenden üblich ist, die Pomphose, plur. die n, lange weite Hosen, welche bis auf die Fersen hinunter hangen, wo sie zugebunden werden, und alsdann wegen ihrer Weite sehr aufbausen, dergleichen Hosen …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • μορμολύττομαι — (ΑΜ) 1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.) 2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση λυττ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek

  • πομφόλυγα — η / πομφόλυξ, υγος, ΝΜΑ φυσαλλίδα αέρα, φουσκάλα νεοελλ. 1. ιατρ. στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, συνιστάμενη σε ευμεγέθη συλλογή υγρού, γενικά ορώδους, μέσα ή κάτω από την επιδερμίδα, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια τού δέρματος και η οποία… …   Dictionary of Greek

  • πομφώδης — ες, Ν [πομφός] αυτός που μοιάζει με πομφό ή είναι γεμάτος πομφούς …   Dictionary of Greek

  • σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”