πλαταγή

πλαταγή

πλαταγή, , das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλαταγή — rattle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγῇ — πλατάσσω slap aor subj pass 3rd sg πλαταγέω clap the hands pres subj mp 2nd sg πλαταγέω clap the hands pres ind mp 2nd sg πλαταγέω clap the hands pres subj act 3rd sg πλαταγή rattle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγή — η, ΝΑ ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος αρχ. είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν τό χτυπάει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. πλαταγῶ] …   Dictionary of Greek

  • πλατάγη — πλατάσσω slap aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πλαταγέω clap the hands pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγήν — πλαταγή rattle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγώνιον — τὸ, Α 1. το πλατύ φύλλο τής παπαρούνας ή τής ανεμώνης 2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας τό χτυπούσαν ξαφνικά… …   Dictionary of Greek

  • плескать — плескаю, плещу, укр. плескати, блр. плескаць, др. русск., русск. цслав. плакати, плеснути, ст. слав. плескати, плештѫ κροτεῖν (Супр.), болг. пляскам, плесна, сербохорв. пље̏скати, пље̏ска̑м, словен. pleskati щелкать, ударять, плескаться , чеш.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • плясать — пляшу, пляс, пляска, др. русск. плясати, ст. слав. плѩсати ὀρχεῖσθαι (Остром., Мар., Еuсh. Sin.), плѩсьць ὀρχηστής (Супр.), болг. диал. плеша (Младенов 429), сербохорв. плѐсати, пле̏ше̑м, словен. plẹsati, plẹšem, чеш. plesati, plesam плясать,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ARCHYTAS — I. ARCHYTAS Hestiaei, sive, ut alii, Mnesarchi sil. Philosophus Tarentinus, professionis Pythagoricae, astrologus, et geometra, quemadmodum eum Maris et terrae, numerôque carentis arenae Mensorem Horat. appellat, Carm. l. 1. od. 28. v. 1. Meminit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”