- πλαταγίζω
πλαταγίζω, = πλαταγέω (?), schnattern, von der Gans, zw., s. πλατυγίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαταγίζω, = πλαταγέω (?), schnattern, von der Gans, zw., s. πλατυγίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαταγίζω — πλαταγίζω, πλατάγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαταγίζω — Ν πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
πλαταγίζω — πλατάγισα, παράγω ήχο χτυπώντας δυο επίπεδα σώματα μεταξύ τους, κροτώ, κροταλίζω: Τα κύματα πλατάγιζαν στα πλευρά του πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατάγισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαταγίζω, ήχος, κρότος που παράγεται από αντικείμενα που αλληλοσυγκρούονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγίζω. Η λ., στον πληθ. πλαταγίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek
παταγίζω — Α [πάταγος] κάνω θόρυβο, πλαταγίζω … Dictionary of Greek
πλαταγισμός — ο, Ν 1. πλατάγισμα, κρότος 2. (ακουστ.) φαινόμενο που δημιουργείται κατά την αναπαραγωγή τού ήχου καί κατά το οποίο ο κυρίως ήχος συνοδεύεται από άλλους ανεπιθύμητους ήχους, οφειλόμενους σε ανωμαλίες λειτουργίας τής αντίστοιχης συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ροχθίζω — Ν ροχθώ, πλαταγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροχθώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση … Dictionary of Greek
πλατάγισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πλαταγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)