- πλαταγών
πλαταγών, ἡ, die Klapper? auch = πλαταγώνιον, Schol. Theocr. 11, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαταγών, ἡ, die Klapper? auch = πλαταγώνιον, Schol. Theocr. 11, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πλαταγῶνος — πλαταγών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταγωνίζω — Α πλαταγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πλαταγώ και έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού τ. πλαταγών] … Dictionary of Greek