πλατύ-γλωσσος

πλατύ-γλωσσος

πλατύ-γλωσσος, att. -γλωττος, breitzüngig, im compar. Arist. part. an. 2, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλατύγλωσσος — και αττ. τ. πλατύγλωτ τος, ον, Α αυτός που έχει πλατιά γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”