- πλατύζομαι
πλατύζομαι, = πλατυγίζω, großprahlen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύζομαι, = πλατυγίζω, großprahlen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύζομαι — Α [πλατύς] λέω παχιά λόγια, καμπορρημονώ … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek