- πλατύ-κερκος
πλατύ-κερκος, breitschwänzig, Arist. H. A. 8, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-κερκος, breitschwänzig, Arist. H. A. 8, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρόκερκος — καρόκερκος, ὁ (Α) ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα «κεφάλι» + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. ξυλό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek
κοντόκερκος — κοντόκερκος, η, ον (Μ) κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. μακρό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek
μακρόκερκος — μακρόκερκος, ον (Α) αυτός που έχει μακριά ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κέρκος «ουρά» (πρβλ. πλατύ κερκος)] … Dictionary of Greek
πλατύκερκος — ο/πλατύκερκος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιά ουρά, πλατύουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέρκος «ουρά»] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek